- αποβάτης
- Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν στην Αθήνα (κατά τα Παναθήναια) και στη Βοιωτία (κατά τα Αμφιαράεια). Σε κάθε άρμα ανέβαιναν δύο πρόσωπα: o α., που όφειλε να κατεβαίνει από αυτό και να ανεβαίνει πριν τελειώσει o αγώνας, και o αποβατικός ηνίοχος, του οποίου ο ρόλος ήταν να οδηγεί το άρμα με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνει το έργο του α. Κατά τη διάρκεια του αγωνίσματος, οι α. φορούσαν κράνος και κρατούσαν ασπίδα. Σχετικές παραστάσεις υπάρχουν στη ζωφόρο του Παρθενώνα και σε διάφορα άλλα αρχαία ευρήματα.
Πολύ δημοφιλές ήταν το αγώνισμα των α. και στην αρχαία Ρώμη, όπου είχε κάπως διαφοροποιηθεί. Στην τελική φάση οι α. πηδούσαν από τα άρματα και έτρεχαν πεζοί για να πάρουν το έπαθλο. Αν γινόταν με άλογα, ο κάθε α. οδηγούσε πολλά μαζί και πηδούσε από το ένα στο άλλο ενώ αυτά έτρεχαν.
Ανάλογο αγώνισμα ήταν αυτό της κάλπης, που είχε εισαχθεί και σε ορισμένες Ολυμπιάδες (από την 71η μέχρι την 84η, οπότε και καταργήθηκε μαζί με το αγώνισμα της απήνης). Σε αυτό οι α. έτρεχαν με άλογα και στην τελική φάση έπρεπε να πηδήσουν από αυτά και, κρατώντας τα από τα χαλινάρια, να τρέξουν πεζοί μέχρι το τέρμα. Η άσκηση αυτή ήταν πολύ χρήσιμη και στην πολεμική τέχνη. Πολλοί ήρωες του Τρωικού πολέμου αναφέρονται από τον Όμηρο για τη μεγάλη τους ευχέρεια να πηδούν από το άρμα τους ή vα ανεβαίνουν σε αυτό κατά τη διάρκεια της μάχης, ενώ με α. παρομοιάζει και τον Αίαντα, όταν πηδώντας από πλοίο σε πλοίο, εμπόδισε τον Έκτορα να κάψει τα ελληνικά πλοία. Ικανότατοι ιππείς αναφέρονται οι Σκύθες και οι Αρμένιοι, ενώ κατά τον Πλίνιο οι ιππείς της Νουμιδίας έπαιρναν στη μάχη δύο άλογα και, στην περίπτωση που το πρώτο σκοτωνόταν, πηδούσαν αστραπιαία στο άλλο.
* * *ἀποβάτης, ο [αποβαίνω]1. αυτός που αφιππεύει2. αυτός που ιππεύει πολλά άλογα πηδώντας με άλμα από το ένα στο άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.